-
1 βραδιά
η1) вечер;βραδιά φεγγαρόλουστη — лунный вечер;
2) перен. ночь;3) вечер; вечеринка (разг);φιλολογική βραδιά — литературный вечер;
χορευτική βραδιά — вечер танцев
-
2 βραδιά
soirée -
3 вечер
вечер м 1) βράδυ по \вечерам τα βράδια 2) (мероприятие ) η βραδιά танцевальный \вечер η χοροεσπερίδα ли тературный \вечер η φιλολογική βραδιά· у нас сегодня \вечер έχουμε βραδιά απόψε ◇ добрый \вечер! καλησπέρα! вечерний βραδινός, εσπερινός νυχτερινός \вечерее платье το βραδινό φόρεμα, η βραδινή τουαλέτα \вечерие курсы η νυχτερινή σχολή \вечерие занятия τα νυχτερινά μαθήματα* * *м1) βράδυпо ве́чера́м — τα βράδια
2) ( мероприятие) η βραδιάтанцева́льный ве́чер — η χοροεσπερίδα
литерату́рный ве́чер — η φιλολογική βραδιά
у нас сего́дня ве́чер — έχουμε βραδιά απόψε
••до́брый ве́чер! — καλησπέρα!
-
4 вечер
вечерм1. τό βράδυ, τό ἐσπέρας, ἡ ἐσπέρα, τό δείλι:добрый \вечер! καλησπέρα!· под вечер τό δειλινό, κατά τό σούρουπό с \вечера ἀποβραδίς, ἀποσπερίς· по \вечерам τά βράδυα·2. (собрание) ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα [-ίς]:литературный (музыкальный) \вечер ἡ φιλολογική (ή μουσική) βραδιά· танцевальный \вечер ἡ χοροεσπερίδα· \вечер памяти кого́-л. βραδιά ἀφιερωμένη στή μνήμη κάποιου. -
5 устроить
устроить 1) (организовать) οργανώνω, κάνω; \устроить вечер οργανώνω βραδιά 2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω 3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω \устроиться εγκαθιστώμαι; \устроиться на работу πιάνω δουλειά; как вы устроились? πώς ταχτοποιηθήκατε; 2) (наладиться) ταχτοποιούμαι, βολεύομαι* * *1) ( организовать) οργανώνω, κάνωустро́ить ве́чер — οργανώνω βραδιά
2) (определить куда-л.) εγκαθιστώ, τοποθετώ; διορίζω3) (дела и т. п.) ταχτοποιώ, κανονίζω -
6 вечер
-а, πλθ. -а α.1. βράδυ, εσπέρα.2. βραδιά, εσπερίδα, βεγγέρα, σουαρέ. || συγκέντρωση εσπερινή•литературный вечер φιλολογική βραδιά.
-
7 грядка
-
8 по
По р. Πάδος ο* * *1) (по улице и т. п.) σε, ανάгуля́ть по го́роду (по у́лице) — κάνω βόλτα στην πόλη (στο δρόμο)
2) ( согласно) κατά, με, ανάλογα, σύμφωνα•по расписа́нию — σύμφωνα με το δρομολόγιο
по мне́нию — κατά τη γνώμη
3) ( вследствие) κατά, λόγω, εξαιτίαςпо необходи́мости — λόγω ανάγκης
по боле́зни — λόγω αρρώστιας
по оши́бке — κατά λάθος
по распоряже́нию — κατά διαταγή
4) ( посредством) από, με, διάμεσοпо по́чте— ταχυδρομικώς
говори́ть по телефо́ну — μιλώ από το τηλέφωνο
5) ( о времени) μέχρι, ως; μετάпо вечера́м — τα βράδια
по возвраще́нии — μετά την επιστροφή
6) ( в разделительном значении) ανά; απόпо́ два — ανά δύο
по одному́ — ένας ένας
-
9 вечерника
вечерникаж ἡ βραδιά, ἡ ἐσπερίδα, ἡ βεγγέρα. -
10 промолчать
промолча́||тьсов1. (не ответить) δέν ἀπαντώ:она \промолчатьла в ответ ἀπάντησε μέ σιωπή·2. (какое-л. время) μένω σιωπηλός, σιωπώ, τηρώ σιωπή[ν]:\промолчать весь вечер μένω σιωπηλός ὅλη τήν βραδιά. -
11 тапер
таперм ὁ πιανίστας, ὁ ἀκορντεονίστας (πού παίζει σέ χορευτική βραδιά). -
12 βραδεία
η см. βραδιά -
13 βράδυ
1. τό вечер;καλό βράδυ — добрый вечер (приветствие);
τό βράδυ — вечером;
τα βράδια по вечерам;από το πρωί ως το βράδυ — с утра до вечера;
με παίρνει το βράδυ — быть застигнутым темнотой;
2. επίρρ. вечером;ночью; -------как только смеркнется -
14 μαγικός
η, ό[ν] 1.1) магический, волшебный, относящийся к волшебству, магии;μαγικός καθρέφτης — волшебное зеркало;
μαγική ράβδος — или μαγικό ραβδί — волшебная палочка;
μαγική εικόνα — загадочная картинка;
2) волшебный, чарующий;τί μαγική βραδιά! — какой волшебный вечер!, какая волшебная ночь!;
§ μαγικ φανός — волшебный фонарь;
2.: -
15 συντροφεύω
(αόρ. (ε)συντρόφεψα) 1. μετ.1) сопровождать (кого-л.); сопутствовать (кому-л.) (тж. перен.); составлять компанию (кому-л.);συντροφ την κόρη μου στο ταξίδι — сопровождать свою дочь во время поездки;
η δόξα τον συντροφεύει — слава ему сопутствует;
μδς συντροφεύει τα βράδια — по вечерам он составляет нам компанию;
2) водить компанию (с кем-л.);2. αμετ. становиться компаньоном (в каком-л. предприятии), входить в товарищество -
16 φεγγαρόλουστος
η, ο лунный;φεγγαρόλουστη βραδιά — лунная ночь
-
17 ψυχαγωγικός
η, ό[ν]1) развлекательный, увеселительный;ψυχαγωγική βραδιά — вечеринка;
2) забавный, занятный, затейливый -
18 бывать
ρ.δ.1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.
2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.
3. βρίσκομαι, είμαι•вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.
4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•-ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...
5. επισκέπτομαι• συχνάζω•он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.
(απρόσ.) συμβαίνει.εκφρ.как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•ничего не -ло – παλ. βλ. στη λ. ничуть. -
19 зимний
επ.χειμωνιάτικος, χειμερινός•зимний вечер χειμωνιάτικη βραδιά•
-ее время χειμωνιάτικος καιρός• εποχή του χειμώνα•
-ее помещение το χειμωνιάτικο (δωμάτιο)•
-яя од-жда χειμερινή ενδυμασία•
-яя груша χειμωνιάτικο αχλάδι•
-яя спячка χειμερινή νάρκη•
-ее солнцестояние χειμερινό ηλιοστάσιο.
-
20 коротать
ρ.δ.μ.(για χρόνο)• περνώ•коротать время περνώ τον καιρό•
коротать вечер в разговорах περνώ τα βράδια με κουβεντολόι.• коротать жизнь περνώ τη ζωή•
коротать свои дни охотно περνώ τις μέρες μου ευχάριστα.
περνώ•в разговорах вечера -лись незаметно με τις κουβέντες τα βραδάκια περνούσαν χωρίς να καταλάβουμε.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βραδιά — η 1. το βράδι 2. η νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το θηλ. βραδεία του επιθ. βραδύς*, όπως και άλλα αρχ. επίθετα σε ύς, εία, ύ, μετασχηματίστηκε στους μτγν. και βυζαντινούς χρόνους σε βραδέα, από το οποίο προήλθε με συνίζηση ο τ. βραδιά (πρβλ. βαρεία, βαρέα,… … Dictionary of Greek
βραδιά — η 1.η ώρα από τη δύση του ήλιου ως τον ύπνο, το βράδυ: Περάσαμε τη βραδιά μας βλέποντας τηλεόραση. 2. η νύχτα: Έχω να κλείσω μάτι τρεις βραδιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Вертис, Никос — Никос Вертис Основная информация Дата рождения … Википедия
προψές — Ν επίρρ. (διαλ. τ.) πριν από δύο βράδια, την προπροηγούμενη βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ψες] … Dictionary of Greek
φεγγαροβραδιά — η, Ν φεγγαρόλουστη βραδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + βραδιά] … Dictionary of Greek